- σερμπέτι
- το, Ν1. ηδύποτο πολύ γλυκό και αρωματικό2. (γενικά) καθετί πολύ γλυκό, σιρόπι («σερμπέτι τόν έκανες τον καφέ»).[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. şerbet].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σερμπέτι — το (λ. τουρκ.) 1. γλυκό πιοτό. 2. ό,τι είναι γλυκό: Μας έφτιαξε έναν καφέ σερμπέτι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
şerbet — ŞERBÉT, şerbeturi, s.n. Preparat alimentar făcut din sirop de zahăr bine legat şi frecat, colorat şi aromat cu diferite esenţe sau sucuri de fructe. – Din tc. şerbet. Trimis de RACAI, 07.12.2003. Sursa: DEX 98 şerbét s. n., (sorturi) pl.… … Dicționar Român